- ορφάνιος
- ὀρφάνιος, -ον (Α) [ορφανός]έρημος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀρφάνιον — ὀρφάνιος desolate masc/fem acc sg ὀρφάνιος desolate neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορφανός — και αρφανός, ή, ό (ΑΜ ὀρφανός, ή, όν) (ως επίθ. και ως ουσ.) 1. αυτός που στερήθηκε τον έναν ή και τους δύο γονείς του λόγω θανάτου 2. αυτός που έχασε πολύτιμο προστάτη ή φίλο 3. (γενικά) αυτός που στερείται κάποιου προσώπου ή έχει έλλειψη ενός… … Dictionary of Greek